
Την γνώρισα για πρώτη φορά όταν μου ζήτησε να είμαι μια από τις ομιλήτριες στην παρουσίαση του βιβλίου της στα Γιαννιτσά. Και ήταν από εκείνα τα πρόσωπα που σε κερδίζουν, σαν να τα ήξερες χρόνια. Χαμογελαστή και με κοινή λατρεία μαζί μου στον Καραγάτση…
Η φιλοξενούμενή μας στα ΠΡΟΣΩΠΑ λοιπόν είναι η συγγραφέας Έλενα Χουσνή.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πέλλα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Έθνος και Έθνος της Κυριακής, ως υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, ως επικεφαλής του Γραφείου Ευρωπαϊκής Πληροφόρησης. Επίσης εργάστηκε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Σάμου, και σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται στο όμορφο νησί του Πυθαγόρα.
Το 2012 το μυθιστόρημά της “Άλικο σαν το… αίμα” έλαβε το Α΄ Βραβείο στον διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Νωρίτερα, το 2009, είχε βραβευθεί με το Α΄ Βραβείο Θεατρικού Έργου και με το Γ΄ Βραβείο Μυθιστορήματος. Διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε συλλογικά έργα και περιοδικά. Το 2014 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο «Στα άδυτα… των δυτών», από τις εκδόσεις Δίαυλος.
Ακολούθησε το 2016 η «Χρυσή Εκδίκηση – Η πτώση μιας δυναστείας», το 2017 «Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα», το 2018 οι «Καταραμένες πολιτείες» και το βιβλίο διηγημάτων «Σκοτεινές Υποθέσεις», το 2019 «Η κλίμακα F», το 2020 το «Παγωμένο Νερό», το 2021 «Αναστάσιος Βρόσγος. Τι κάνεις ρε;» όλα από τις εκδόσεις Κύφαντα. Από το 2015 είναι μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Ήδη κυκλοφόρησε το νέο της βιβλίο…
Η Έλενα αγαπά την δυνατότητα να αλλάζει, θεωρεί την έπαρση και την αγένεια τα άσχημα στοιχεία του κόσμου γύρω της και ονειρεύεται να έχει την δύναμη να συνεχίσει…να ονειρεύεται!!

ΕΡΩΤ.: Πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή σου; Ήθελες από μικρή ας πούμε να γίνεις συγγραφέας; Πώς ξεκίνησε αυτό το ταλέντο που δείχνει να είναι ανεξάντλητο;
ΑΠΑΝΤ.: Δεν νομίζω ότι μικρή είχα άποψη για το τι σημαίνει να είναι κανείς συγγραφέας. Αγαπούσα το διάβασμα πάρα πολύ και διάβαζα πάντα βουλιμικά. Νομίζω ότι το διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων ήταν ο μόνος λόγος που τσακωνόμουν με την μητέρα μου γιατί ξενυχτούσα με ένα φακό κάτω από την κουβέρτα κι εκείνη φυσικά ανησυχούσε. Με μάγευαν οι κόσμοι των βιβλίων, οι ήρωες, οι ιστορίες τους. Και μου άρεσε να φτιάχνω τις δικές μου.
Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν ότι τα βράδια έγραφα μικρές ιστορίες. Ιστορίες της δικής μου καθημερινότητας τις οποίες όμως μου άρεσε να αλλάζω. Να αλλάζω το τέλος τους, να τους δίνω άλλο χρώμα ή και άλλη «διάθεση». Στην εφηβεία τόλμησα, όπως νομίζω πάρα πολλοί από εμάς, τα πρώτα ποιήματα και τις πρώτες πιο αυτόνομες ιστορίες, αντλημένες πια από την φαντασία και όχι από την καθημερινότητά τους. Έκτοτε αυτό δεν σταμάτησε και νομίζω δεν θα σταματήσει. Δεν ξέρω αν πρόκειται για ταλέντο ή για μια διάθεση να αφηγηθείς ιστορίες. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν με αφήνει σε ησυχία. Ούτε κι εγώ…
ΕΡΩΤ.: Αστυνομικά, θρίλερ, πολιτικά και ιστορικά, με πένα αποφασισμένη και τολμηρή καταγράφοντας αυτές τις ιστορίες που μας κρατάνε σε αγωνία. Τι συγγραφέα θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου…
ΑΠΑΝΤ.: Συγγραφέα που προσπαθεί να είναι έντιμος με τους αναγνώστες του. Νιώθω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Και τι εννοώ με το έντιμος; Να μην επιχειρείς να κοροϊδέψεις τους αναγνώστες με ευκολίες, να ξύνεις όσο πιο βαθειά μπορείς όταν γράφεις, να δουλεύεις σκληρά. Και πάντως, σε κάθε περίπτωση, να αφηγείσαι την ιστορία σου όσο καλύτερα μπορείς. Και ίσως αυτά να μοιάζουν αυτονόητα, όμως φοβάμαι ότι δεν είναι!
ΕΡΩΤ.: Η «Ριγέ Μπλούζα» ή οι «Καταραμένες Πολιτείες» αναφέρονται σε σημαντικές και δύσκολες ιστορικές περιόδους. Πόσο δύσκολη ήταν όλη αυτή η έρευνα για να συγκεντρωθούν οι αλήθειες που περιλαμβάνεις στα βιβλία σου;
ΑΠΑΝΤ.: Και στα δύο αυτά βιβλία η έρευνα ήταν πραγματικά τεράστια. Στις «Καταραμένες Πολιτείες» με αφορμή το Λεπροκομείο Καρλοβάσου, έκανα μια έρευνα τόσο ιστορική για την ίδια την Λέπρα όσο και επιτόπια με αναζήτηση υλικού για την Σάμο, συνεντεύξεις με ανθρώπους που είχαν ζήσει κοντά στο Λεπροκομείο, αλλά και ασθενείς που είναι εν ζωή και φιλοξενήθηκαν εκεί πριν τελικά κλείσει. Αρχικά δεν υπήρχε στόχος να γραφεί ένα βιβλίο, αλλά μόνο να καταγραφούν οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από αυτό το κτίριο και να αποτελέσουν ένα αρχειακό υλικό που αφορά το νησί. Όμως ήταν τόσο συνταρακτικά τα στοιχεία, οι αφηγήσεις και το υλικό που συγκεντρώθηκε που τελικά οδήγησε στην συγγραφή, ως βαλβίδα εκτόνωσης νομίζω.
Από την άλλη για το «Παιδί με τη Ριγέ Μπλούζα», η έρευνα ήταν ,ότι δυσκολότερο έχω κάνει συγγραφικά. Η παιδική κακοποίηση και η παιδική πορνογραφία, όταν ερευνάς τα ζητήματα αυτά, σε οδηγούν σε έναν κόσμο όπου η απανθρωπιά δεν έχει πάτο. Χάρη στην βοήθεια από την Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος μπόρεσα να καταλάβω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κυκλώματα αυτά, αλλά και οι διωκτικοί μηχανισμοί. Από εκεί και πέρα όμως η έρευνά μου ήταν και πάλι έρευνα πεδίου. Μίλησα με θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, με ψυχολόγους, με δομές που φιλοξενούν κακοποιημένα παιδιά. Διάβασα εκατοντάδες υποθέσεις, δικογραφίες, ιατροδικαστικές εκθέσεις. Ήταν τρομερά επίπονο και ψυχολογικά νομίζω ότι άνοιξε μέσα μου μια βαθειά πληγή. Όχι, δεν είναι εύκολη η έρευνα όταν επιλέγεις τέτοιες θεματικές. Και επιπλέον από το υλικό που συλλέγεις, μόνο ένα μικρό κομμάτι θα χρησιμοποιηθεί τελικά. Ωστόσο η διαδρομή της έρευνας είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι που το απολαμβάνω.
ΕΡΩΤ.: Ένα πολιτικό μυθιστόρημα που διαθέτει έντονα στοιχεία θρίλερ και περιγράφει απολύτως ρεαλιστικά καταστάσεις που είναι πραγματικές – ακόμα και όταν μοιάζουν να μην είναι, είναι η Κλίμακα F. Πόσο επίκαιρο; Πόσο αληθινό μέσα στα σημερινά πολιτικά πράγματα;
ΑΠΑΝΤ.: Βολιδοσκοπώντας την πολιτική κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται και εκλογικά στην χώρα μας θα έλεγα ότι παραμένει, δυστυχώς, επίκαιρο. Το ίδιο συμβαίνει και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο με την ακροδεξιά όχι μόνο να κάνει την παρουσία της απειλητικά σθεναρή αλλά, το πιο επικίνδυνο, να ντύνεται με την προβιά της «αθωότητας», όπως κάνει πάντα, πριν εξαπολύσει το τοξικό δηλητήριο της.
Η πολιτική ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα της τεράστιας καταστροφής που προήλθε από την ολιγωρία μας απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι ανοιχτές πληγές ακόμη που θα πρέπει να μας θυμίζουν ότι μπορούν να επαναληφθούν εξίσου καταστρεπτικά. Δυστυχώς οι συνεχείς κρίσεις, η φτωχοποίηση, ο βίαιος ξεριζωμός από κεκτημένα και αυτονόητα, η συλλογική κοινωνική παραίτηση και κατάθλιψη είναι έδαφος γόνιμο για να εκκολαφθεί το «φίδι» ξανά. Η Κλίμακα F είναι ένα βιβλίο, ένα πολιτικό θρίλερ, όπως έχει χαρακτηριστεί που επιχειρεί να αφηγηθεί μια ιστορία με φόντο ένα τέτοιο γόνιμο έδαφος και τους κινδύνους του. Και να πει, ίσως, ότι η εγρήγορση δεν πρέπει να σταματά.
ΕΡΩΤ.: Πώς αλήθεια ξεκινάει η έμπνευση; Πώς βρίσκεις το θέμα που θα ερευνήσεις; Πώς προκύπτει η ιδέα; Υπάρχει ας πούμε αρχείο φυλαγμένο στο μυαλό σου;
ΑΠΑΝΤ.: Η έμπνευση είναι μια περίεργη φίλη που μπαινοβγαίνει στην ζωή ενός συγγραφέα, ίσα να του θυμίσει ότι δεν αρκεί. Εκείνο που απαιτείται είναι σκληρή δουλειά. Η έμπνευση θα σου προσφέρει την ιδέα της στιγμής, μια ανατροπή ίσως όταν ήδη γράφεις, ίσως και μια μη αναμενόμενη δράση στην μυθοπλασία. Το θέμα από την άλλη είναι συνδυαστικός παράγοντας πολλών παραμέτρων. Των διαβασμάτων, των βιωμάτων ακόμη και της ιδεολογίας του γράφοντος. Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί εγκεφαλικά; Γιατί να επιλέξεις να πεις μια ιστορία και όχι μια άλλη;
Όλα εκκινούν από ένα σημείο που έχει σημασία για σένα. Προσωπικά αυτό μπορεί να είναι η θέαση ενός προσώπου, μια φράση ή μια κοινωνική συνθήκη, συχνότερα το τελευταίο. Συχνά ξεκινώ έρευνα για θέματα που με ενδιαφέρουν και μπορεί να ξοδέψω μήνες χωρίς αυτό να οδηγήσει όμως στην συγγραφή. Αλλά πάντα από αυτές τις διαδρομές θα μείνουν πράγματα που θα πάρουν την θέση τους σε μια ιστορία, ως φόντο ή ως δευτερεύουσες ιστορίες. Ο «Τέταρτος Τοίχος» για παράδειγμα ξεκίνησε από το…. όνομά του. Γιατί «Τέταρτος Τοίχος» στο θέατρο είναι ο νοητός τοίχος ανάμεσα στην σκηνή και το κοινό. Και ξεκίνησε όταν διαβάζοντας την θεωρία του Μπρεχτ, αυτή η σχέση ηθοποιών-κοινού ήρθε και κούμπωσε με τον δικό μου προβληματισμό των τελευταίων χρόνων για την αναγκαιότητα της τέχνης, τα όριά της και τις ευθύνες της.
ΕΡΩΤ.: Πιστεύεις πως έχουμε επιστρέψει στο βιβλίο; Διαβάζουμε και πάλι; Πέρα από το ηλεκτρονικό και το podcast που μπήκε στη ζωή μας.
ΑΠΑΝΤ.: Οι έρευνες είναι απογοητευτικές στο θέμα της φιλαναγνωσίας στην χώρα μας, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν διαβάζει καθόλου ή διαβάζει ένα με δύο βιβλία τον χρόνο. Από την άλλη οι συγγραφείς είναι πάρα πολλοί για μια μικρή εκδοτική αγορά όπως η ελληνική. Τι μπορεί κανείς να προσδοκά από αυτή την ασύμμετρη σχέση; Μια ποιοτική στροφή στις εκδόσεις, την καλλιέργεια της αγάπης για το βιβλίο στο σχολείο που δυστυχώς μοιάζει άπιαστο όνειρο και σίγουρα την στήριξη της αγοράς του βιβλίου από τους κρατικούς θεσμούς. Ωστόσο, θα ήθελα να πω και κάτι άλλο. Δεν θυμάμαι στην δική μου εποχή της νεότητας πολλούς από τους συμμαθητές και τους φίλους μου να διαβάζουν. Πάντα νομίζω ήταν μικρό το ποσοστό των ανθρώπων που διάβαζαν, δεν υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση ως προς αυτό.
Ωστόσο υπάρχουν και ενθαρρυντικά σημεία. Για παράδειγμα στην φετινή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης σημειώθηκε ρεκόρ επισκεψιμότητας και μου έκανε εντύπωση ο πολύ μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων, κάτι που δεν είχα ξαναδεί στο παρελθόν. Σε ό,τι αφορά τώρα το ηλεκτρονικό βιβλίο, μοιάζει ακόμη να είναι μακρινή υπόθεση στην χώρα μας. Πολύ μικρό ποσοστό αναγνωστών επιλέγει το e-book ως βασικό τρόπο ανάγνωσης. Θα έλεγα ότι λειτουργεί συμπληρωματικά στην παραδοσιακή ανάγνωση του έντυπου βιβλίου και για λόγους ευκολίας σε ταξίδια, μετακινήσεις, διακοπές κτλ. Τα podcast από την άλλη κερδίζουν έδαφος και συχνά είναι πολύ ενδιαφέροντα. Κι εγώ επιλέγω πολύ συχνά να ενημερωθώ από Podcast για θέματα που με αφορούν, ενώ αρκετές φορές επιλέγω και τα audiobook ειδικά όταν νιώθω πολύ κουρασμένη. Ο κόσμος προχωρά και δεν μπορούμε να αρνούμαστε και τις αλλαγές που φέρνει. Όμως νομίζω ότι το έντυπο βιβλίο έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του!
ΕΡΩΤ.: Υπάρχουν για σένα αγαπημένοι σου συγγραφείς; Βιβλία που σε έκαναν να κλάψεις; Ιστορίες που σου έμειναν αξέχαστες;
ΑΠΑΝΤ.: Βεβαίως και υπάρχουν. Ο συγγραφέας είναι πρωτίστως αναγνώστης, θα έλεγα ένας αχόρταγος αναγνώστης. Τα αγαπημένα βιβλία με τον καιρό αλλάζουν όπως αλλάζουν και οι αναγνωστικές προτιμήσεις. Όμως πάντα μένουν εκείνοι οι συγγραφείς που σε καθόρισαν και εκείνα τα βιβλία που σου άνοιξαν δρόμους σε νέους κόσμους. Για μένα υπάρχουν τα τρία Κ όπως συνηθίζω να λέω. Ο Καραγάτσης πρώτα απ` όλα, ο Καμύ και ο Κάφκα. Σε αυτούς χρωστώ πολλά και επανέρχομαι συνέχεια στο έργο τους. Από εκεί και πέρα πάμπολλοι άλλοι συγγραφείς και βιβλία. Ο Μπέκετ για παράδειγμα είναι πολύ αγαπημένος μου, ο Ιονέσκο, ο Μπουλγκάνοφ, ο Τσέχοφ, ο Μπαλζάκ και πολλοί πολλοί άλλοι.
ΕΡΩΤ.: Πόσο δύσκολο είναι να γίνεις άνθρωπος των εκδοτικών οίκων; Να καταφέρεις την πρώτη φορά να κερδίσεις την εμπιστοσύνη μια εκδοτικής εταιρίας;
ΑΠΑΝΤ.: Δυστυχώς αυτό συχνά είναι θέμα συγκυρίας. Υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι που γράφουν εξαιρετικά, αλλά τα έργα τους δεν θα βρουν τον δρόμο της έκδοσης για πολλούς λόγους και άλλα μικρότερης λογοτεχνικής αξίας θα φιγουράρουν σε βιτρίνες. Αυτό έχει να κάνει με την ίδια την αγορά, με το αναγνωστικό κοινό και, βέβαια, με τις επιλογές των εκδοτικών οίκων.
Ευτυχώς στην χώρα μας υπάρχουν πολλοί εκδοτικοί οίκοι, που κόντρα στην πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία επιμένουν σε εξαιρετικές εκδόσεις και μας συστήνουν συγγραφείς υψηλής στάθμης, έλληνες και ξένους. Οι καλοί συγγραφείς θα βρουν τον δρόμο τους αργά ή γρήγορα. Η αγορά του βιβλίου παραμένει ένας χώρος δύσκολος και ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να επιβιώσουν γράφοντας. Αυτό το κάνει ακόμη δυσκολότερο γιατί πρέπει καμιά φορά κυριολεκτικά να εφευρίσκεις χρόνο. Αλλά όπως όλα, αν το αγαπάς, θα το κάνεις. Με κάθε κόστος!

ΕΡΩΤ.: Τι βρίσκεται στα σκαριά αυτό το διάστημα; Τι μας ετοιμάζεις και τι θα πραγματεύεται το νέο σου βιβλίο, αν μπορείς φυσικά να μας πεις λίγες πληροφορίες παραπάνω.
ΑΠΑΝΤ.: Μόλις κυκλοφόρησε το καινούριο μου βιβλίο ο «Τέταρτος Τοίχος» που έκανε τα πρώτα του βήματα στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης με την πρώτη του παρουσίαση και αμέσως μετά στην Αθήνα στα πλαίσια του Agatha – Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Ο Τέταρτος Τοίχος είναι μια δυστοπική νουβέλα, μια προβολή στο μέλλον, το όχι πολύ μακρινό από το σήμερα. Είναι η ιστορία όπως δεν θέλουμε να γραφεί με έναν κόσμο απρόσωπο, παραδομένο σε μια εξουσία απολυταρχική που εκμηδενίζει την προσωπική ταυτότητα και την δυνατότητα αυτενέργειας. Επίσης προσπαθώ μέσα από την ιστορία που αφηγούμαι να βάλω τον σπόρο μερικών δικών μου δύσθυμων σκέψεων για τον ρόλο της τέχνης στη ζωή μας, για τις εκπτώσεις που κάνουμε και που μπορούν να αποβούν καταστροφικές για τις ζωές μας αλλά και συνολικά για την κοινωνία και για την σημασία να στέκεις ορθός ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν να καταρρέουν. Κυρίως τότε.
Όσο για τα μελλοντικά σχέδια, υπάρχει μέσα στον επόμενο μήνα η παρουσίαση ενός θεατρικού μονολόγου και το γύρισμα μιας ταινίας μικρού μήκους σε συνεργασία με το Τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι εδώ στην Σάμο. Μετά από αυτά θα ήθελα πραγματικά να ξεκουραστώ…. Απαιτούνται οι παύσεις για να μπορείς να κάνεις το επόμενο βήμα!
ΕΡΩΤ.: Υπάρχει κάποιο από τα βιβλία σου που αγαπάς περισσότερο άσχετα με το αν αγαπήθηκε από τους αναγνώστες;
ΑΠΑΝΤ.: Αν και πάντα είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποιο από τα «παιδιά» σου, με δύο βιβλία μου έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Το πρώτο είναι οι «Καταραμένες Πολιτείες» που είχε ως αφορμή το Λεπροκομείο Σάμου γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω για τον τόπο όπου κατοικώ τα τελευταία χρόνια και γιατί μου άνοιξε δρόμους που δεν φανταζόμουν σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση και την ανάγκη να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον.
Το δεύτερο είναι το «Παγωμένο Νερό», μια νουβέλα που εκκινεί από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ένα κείμενο που αγαπώ από την εφηβεία μου ακόμη και αποτελεί μια προσπάθεια θέασης του κόσμου του δικαίου. Τι είναι δίκαιο και πώς το αντιλαμβάνεται ένα θύμα; Πώς πορεύεται κανείς στην ζωή του όταν έχει συντριβεί σωματικά και ψυχολογικά; Αυτά τα δύο έχουν μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου!
Η συζήτηση με την συγγραφέα Έλενα Χουσνή θα μπορούσε να γεμίσει πολλές σελίδες…
Ανεξάντλητη και ενδιαφέρουσα σε κάθε της λέξη…
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας μαζί της στην παρουσίαση του νέου της βιβλίου στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε…
Κάντε το πρώτο σχόλιο