Ως μια από τις δυσκολότερες χρονιές των τελευταίων 20 ετών στη μελισσοκομία χαρακτήρισε τη φετινή ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΜΣΕ), Βασίλης Ντούρας, με την πτώση στην παραγωγή να εκτιμάται ότι θα αγγίζει και το 50%, σε σχέση με την περασμένη χρονιά.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Ντούρας σημειώνει πως «η χρονιά, ως αποτέλεσμα, είναι κάτω του μετρίου. Για πολλούς μελισσοκόμους είναι απολύτως απογοητευτική».
Καλές αποδόσεις όπως λέει, είχαν τα μέλια από πεύκο, μέτρια αυτά από το θυμάρι ενώ σχεδόν μηδενική είναι η παραγωγή μελιού από έλατο συμπληρώνοντας πως τα ανθόμελα που υπάρχουν είναι ελάχιστα.
«Για φέτος η αγορά δεν έχει κινηθεί ακόμη στη χονδρική» τόνισε ο κ. Ντούρας και εκτίμησε πως «θα μείνουμε στις περσινές τιμές, εκτός αν πείσουμε την πολιτεία να κινηθεί γρήγορα και να αποκτήσει το μέλι το ελληνικό σήμα».
Αριθμοί για τη συνολική παραγωγή μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν καθώς πολλοί μελισσοκόμοι βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία του τρυγητού στα πεύκα. Ωστόσο σύμφωνα με εκτιμήσεις του κ. Ντούρα «εάν δεχτούμε ότι ένας επαγγελματίας για να βγάλει μεροκάματο χρειάζεται 20 κιλά μέλι/κυψέλη, φέτος η εκτίμησή μας είναι ότι δεν ξεπέρασε τα 10 κιλά».
Η μείωση του τουρισμού έπληξε τον κλάδο της μελισσοκομίας
Ο κλάδος της μελισσοκομίας ήταν ένας από τους πολλούς που «χτυπήθηκε» από την πανδημία του κορονοϊού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μείωση των ανθρώπων που προτίμησαν τη χώρα μας για να κάνουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους.
Σημείωσε ότι «τουρισμός δεν υπήρχε, οπότε, εκ των πραγμάτων, δεν πουλήθηκε μέλι. Αν ερχόμασταν από μια καλή, παραγωγική χρονιά (γιατί δυστυχώς και το 2019 δεν ήταν καλή μελισσοκομική χρονιά) οι αποθήκες των μελισσοκόμων θα ήταν γεμάτες» είπε ο κ. Ντούρας και πρόσθεσε ότι «η φετινή χρονιά όταν κλείσει, θα κλείσει με μειωμένη παραγωγή πάνω από 50% και είναι αντιληπτό σε όλους ότι η μελισσοκομία έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα».
«Το 70-80% του ελληνικού μελιού πουλιέται σχεδόν χέρι με χέρι. Ο κορονοϊός μείωσε κατά πολύ αυτή τη δυνατότητα» επισήμανε ο κ. Ντούρας.
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών η κατανάλωση του μελιού μπορεί να αυξήθηκε όπως λέει ο ίδιος, όμως αυτό συνέβη κυρίως στα «φθηνά εισαγόμενα μέλια», με την κατανάλωση του ελληνικού μελιού να μένει σταθερή. Κάτι που σύμφωνα με τον κ. Ντούρα «οφείλεται στην κακή λειτουργία της αγοράς, που με την πρακτική της τα τελευταία χρόνια έχει αποπροσανατολίσει τον καταναλωτή, με κύριο υπεύθυνο τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ».
«Ζητάμε την ένταξη της μελισσοκομίας στους πληττόμενους ΚΑΔ»
Μια βοήθεια που θα μπορούσε να έρθει από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας είναι η ένταξη του κλάδου της μελισσοκομίας στους πληττόμενους ΚΑΔ. Κάτι τέτοιο όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ΟΜΣΕ «θα έδινε τη δυνατότητα διευκόλυνσης – ρύθμισης σε οφειλές στο Δημόσιο και στις τράπεζες» και ζήτησε να «εισακουστούν τα αιτήματά μας και να συνεχίσει η μελισσοκομία να παράγει από το πουθενά και να δίνει αυτά τα υπέροχα προϊόντα».
Οι παράνομες ελληνοποιήσεις
Μια ακόμη «ανοικτή πληγή» που υπάρχει στον κλάδο της πρωτογενούς παραγωγής και κατ’ επέκταση και στη μελισσοκομία είναι οι παράνομες ελληνοποιήσεις. Μόλις πριν από σχεδόν ένα μήνα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΕΦΕΤ σε συνεργασία με την Περιφερειακή Διεύθυνση Αττικής στο πλαίσιο του προγράμματος «Επίσημος Έλεγχος για τη νοθεία του μελιού» έτους 2020 σε ελέγχους που πραγματοποίησαν διαπιστώθηκαν παραβάσεις, και ζητήθηκε η άμεση ανάκληση του συνόλου των συγκεκριμένων παρτίδων των εν λόγω προϊόντων.
«Εδώ και ένα μήνα φαίνεται ότι λειτούργησε το κράτος σε αυτό τον τομέα και είχαμε τις ανακοινώσεις του ΕΦΕΤ, σύμφωνα με τις οποίες βρέθηκαν στα σούπερ μάρκετ “ μέλια” με καραμελόχρωμα, χαρακτηρίστηκαν ως μη ασφαλή και κλήθηκαν να αποσυρθούν από τα ράφια. Αυτά τα “ μέλια” για μας είναι τα εισαγόμενα, τα οποία χρωματίστηκαν με καραμελόχρωμα για να μπορούν να πωληθούν ως μέλι» ανέφερε ο ίδιος.
Και συμπλήρωσε «εάν δεν γίνουν συντονισμένοι έλεγχοι και δεν πάρουν το “ μήνυμα” οι επιχειρηματίες ότι το πανηγύρι τελείωσε, δυστυχώς με τις ελληνοποιήσεις θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τον καταναλωτή και να καταστρέφουν την παραγωγή και βεβαίως να δημιουργούν προβλήματα στην κανονικότητα της αγοράς».
Κάντε το πρώτο σχόλιο