
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9 Απριλίου, με Αρ. Φύλλου 54 ο Νόμος 4792.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9 Απριλίου, με Αρ. Φύλλου 54 ο Νόμος 4792.
Μετά την ψήφιση στην Ολομέλεια της βουλής τις προηγούμενες ημέρες, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9 Απριλίου 2021, ο Νόμος πλέον με αριθμό 4792/2021 που προβλέπει την αποπληρωμή των νωπών αγροτικών προϊόντων σε διάστημα έως 30 ή 60 ημέρες.
Με το Νόμο αυτό έγινε ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων και λοιπές διατάξεις.
Ποιους συναλλασσόμενους αφορά
Εφαρμόζεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σε πωλήσεις γεωργικών προϊόντων και τροφίμων από: α) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, β) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, γ) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, δ) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα εκατομμύρια (150.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων (150.000.000) ευρώ, ε) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων (150.000.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα τριακόσια πενήντα εκατομμύρια (350.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των τριακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (350.000.000) ευρώ, στ) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα τριακόσια πενήντα εκατομμύρια (350.000.000) ευρώ προς όλους τους αγοραστές που είναι δημόσιες αρχές.
Ο ετήσιος κύκλος εργασιών προμηθευτών και αγοραστών νοείται σύμφωνα με τα σχετικά μέρη του παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (L 124) και, ιδίως, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 αυτού, συμπεριλαμβανομένων των ορισμών της «ανεξάρτητης επιχείρησης», της «συνεργαζόμενης επιχείρησης», της «συνδεδεμένης επιχείρησης», καθώς και άλλων θεμάτων σχετικών με τον ετήσιο κύκλο εργασιών.
Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται: α) στις πωλήσεις, όταν είτε ο προμηθευτής είτε ο αγοραστής, ή αμφότεροι, είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, β) στις υπηρεσίες, που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, οι οποίες παρέχονται από τον αγοραστή στον προμηθευτή. Το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών.
Συστήνεται επιτροπή καταπολέμησης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών
Για την εφαρμογή του Νόμου συστήνεται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πενταμελής «Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών», της οποίας προΐσταται πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ως μέλη της ορίζονται οι προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων α) Αγροτικής Ανάπτυξης, β) Γεωργίας και γ) Τροφίμων, καθώς και ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οικονομικών Ελέγχων, Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με τους αναπληρωτές τους. Η θητεία των μελών της Επιτροπής Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών ορίζεται τριετής.
Αρμόδιες αρχές για την επιβολή των απαγορεύσεων, που καθορίζονται στα άρθρα 3 και 4 («αρχές επιβολής»), ορίζονται η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών της παρ. 1 και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Οι αρχές επιβολής έχουν την εξουσία να ενεργούν αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας. Η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών της παρ. 1 αποτελεί το ενιαίο σημείο επαφής της χώρας με τις αρχές επιβολής των άλλων κρατών μελών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει αρμοδιότητα να εφαρμόζει το παρόν Μέρος: α) όταν κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσης ο συνολικός κύκλος εργασιών του αγοραστή ανέρχεται σε τουλάχιστον πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ και το συνολικό μερίδιο αγοράς των πέντε (5) μεγαλύτερων αγοραστών ανά κανάλι διανομής ή εφοδιασμού στη σχετική αγορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων είναι τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) και β) έχει ήδη επιβληθεί στον αγοραστή, εντός του τελευταίου δεκαοκταμήνου, κατ’ εφαρμογή του παρόντος Μέρους, πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του ενός τοις εκατό (1%) του συνολικού κύκλου εργασιών του.
Καταγγελίες και εμπιστευτικότητα
Ο Νόμος προβλέπει πως οι προμηθευτές υποβάλλουν καταγγελία είτε στην αρχή επιβολής του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι είτε στην αρχή επιβολής του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο καταγγελλόμενος αγοραστής.
Η αρχή επιβολής, στην οποία απευθύνεται η καταγγελία, είναι αρμόδια για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4. 2.
Στην Ελλάδα οι καταγγελίες υποβάλλονται στην Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων της παρ. 1 του άρθρου 5.
Αν διαπιστωθεί ότι έχει ήδη επιβληθεί στον αγοραστή εντός του τελευταίου δεκαοκταμήνου, κατ’ εφαρμογή του παρόντος Μέρους, πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του ενός τοις εκατό (1%) του συνολικού κύκλου εργασιών του, η υπόθεση παραπέμπεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία είναι αρμόδια να διαπιστώσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 και να επιληφθεί της υπόθεσης εντός διαστήματος που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της παραπάνω προθεσμίας, η αρμοδιότητα παραμένει στην Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 5. 3. Οργανώσεις παραγωγών, προμηθευτών και ενώσεις οργανώσεων έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελία κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων των μελών τους ή, κατά περίπτωση, ενός ή περισσοτέρων μελών των οργανώσεων μελών τους, όταν τα μέλη θεωρούν ότι επηρεάζονται από την απαγορευμένη εμπορική πρακτική. Οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον στην εκπροσώπηση προμηθευτών, έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελίες, κατόπιν αιτήματος ενός προμηθευτή και προς το συμφέρον του, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αν το ζητεί ο καταγγέλλων, η αρχή επιβολής λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ταυτότητας του καταγγέλλοντος ή των μελών ή προμηθευτών που αναφέρονται στην παρ. 3, καθώς και για την προστασία κάθε άλλης πληροφορίας, για την οποία ο καταγγέλλων θεωρεί ότι η αποκάλυψή της μπορεί να είναι επιζήμια για τα συμφέροντα του ιδίου ή των μελών της οργάνωσης ή προμηθευτών. Ο καταγγέλλων προσδιορίζει ειδικά τις πληροφορίες για τις οποίες ζητεί εμπιστευτικότητα.
Η αρχή επιβολής, που επιλαμβάνεται της καταγγελίας, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά από την παραλαβή της, για την πορεία της. 6. Αν η αρχή επιβολής θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να προχωρήσει η διαδικασία της καταγγελίας, ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της, που δεν δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες.
Αν η αρχή επιβολής θεωρεί ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να προχωρήσει η διαδικασία της διερεύνησης πιθανών παραβάσεων των άρθρων 3 και 4, κινεί, διενεργεί και περατώνει την έρευνα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, που δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες από την παραλαβή της καταγγελίας.
Σε περίπτωση εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6, η προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών αρχίζει από τη συμπλήρωση των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. 8. Αν η αρχή επιβολής διαπιστώνει ότι ένας αγοραστής έχει παραβεί τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4, απαιτεί να παύσει η απαγορευμένη εμπορική πρακτική, υπό την επιφύλαξη των εξουσιών της αρχής επιβολής που προβλέπονται στο άρθρο 7.
Δείτε το σχετικό ΦΕΚ πατώντας εδώ
Κάντε το πρώτο σχόλιο