
Και ο λόγος είναι ότι ακριβώς επειδή θεωρήθηκε δεδομένη η υποψηφιότητα του Μπάιντεν επί της ουσίας δεν υπήρξαν άλλες υποψηφιότητες. Και μπορεί ο Τζο Μπάιντεν όπως και ορισμένα άλλα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος να έσπευσαν να δηλώσουν τη στήριξή του στην υποψηφιότητα της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις, όμως δεν είναι δεδομένο ότι πρόκειται για μια υποψηφιότητα που μπορεί να ενώσει το Δημοκρατικό Κόμμα και να διεκδικήσει με αξιώσεις την προεδρία.
Από ορισμένες απόψεις η Χάρις προσφέρει την ιδανική εναλλακτική. Είναι γυναίκα και η καταγωγή της είναι ταυτόχρονα αφροαμερικανική και ασιατική, θεωρείται «κεντρώα» και το παρελθόν της Γενικής Εισαγγελέως της Πολιτείας της Καλιφόρνιας της επιτρέπει να θεωρείται ότι είναι «σκληρή απέναντι στο έγκλημα» και να έχει απήχηση στους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους.
Όμως, την ίδια στιγμή δεν έχει πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει την υπερδύναμη, παρά την προσπάθεια το τελευταίο διάστημα να βελτιωθεί η εικόνα της και σε αυτό το μέτωπο.
Δεν κατάφερε δηλαδή να εκμεταλλευτεί τη σχετικά «ασφαλή» θέση του Αντιπροέδρου ώστε να κατοχυρώσει ότι είναι η επόμενη πρόεδρος. Καθόλου τυχαία οι δημοσκοπήσεις για ενδεχόμενη μονομαχία με τον Τραμπ τις περισσότερες φορές έκαναν την πρόγνωση ότι θα έχανε.
Και βέβαια η Κάμαλα Χάρις έχει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή οι αμερικανοί πολίτες στις μετρήσεις κοινής γνώμης έχουν καλύτερη εικόνα συγκριτικά για την εποχή Τραμπ σε σχέση με την εποχή Μπάιντεν.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η ίδια η περιπλοκότητα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος. Γιατί μπορεί οι Δημοκρατικοί να ευνοούνται από την πραγματική δημογραφία του εκλογικού σώματος που σημαίνει ένα προβάδισμα στην αθροιστική πραγματική ψήφο, όμως εξαιτίας του συστήματος των εκλεκτόρων η εκλογική μάχη κυρίως επικεντρώνεται στις Πολιτείες εκείνες που θεωρούνται ταλαντευόμενες.
Κάντε το πρώτο σχόλιο