Έχουμε ανάγκη από διαφορετικές οπτικές και από ποικίλες αναγνώσεις και όχι από την περιχαράκωση της έκφρασης.
Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι στις χώρες της Δύσης απολαμβάνουμε σήμερα τα σημαντικά αγαθά της κουλτούρας της πολιτικής ορθότητας.
Η προσπάθεια διασφάλισης της αμεροληψίας στην επαφή ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών φυλετικών, θρησκευτικών και κοινωνικών ομάδων, έχει επιφέρει σημαντική βελτίωση στο περιεχόμενο κάθε είδους επικοινωνίας. Αρνητικές προϊδεάσεις με βάση το φύλο, αλλά και προκαταλήψεις που σχετίζονται με την καταγωγή, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα ή τη θρησκεία, είναι πολύ λιγότερο αποδεκτές σήμερα, καθώς η αρχή της πολιτικής ορθότητας έχει βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό στο να τεθούν κάποιου είδους όρια στις επαγγελματικές και τις κοινωνικές συναναστροφές, λειτουργώντας σαν δίκτυ ασφαλείας.
Γράφει η Εύα Στάμου στην athensvoice.gr
Δεν είναι λίγοι, όμως, αυτοί που εκδηλώνουν την δυσαρέσκειά τους με την αρχή της πολιτικής ορθότητας, καθώς θεωρούν ότι η άκριτη εφαρμογή της δημιουργεί μία σειρά από σοβαρά προβλήματα. Φαίνεται, μάλιστα, πως η επιβολή της πολιτικής ορθότητας υψώνει τείχη στην επικοινωνία και εμποδίζει την ανάπτυξη της οικειότητας ή την εποικοδομητική κριτική ανάμεσα στα μέλη διαφορετικών ομάδων.
Από φόβο ότι θα κριθούν αρνητικά από τους συναδέλφους ή τους φίλους τους ή ακόμα και πως θα κατηγορηθούν για συντηρητισμό, ξενοφοβία, σεξισμό ή ρατσισμό, αρκετοί απλώς αποφεύγουν να εκφράσουν τις απόψεις τους. Εκείνο που τους σταματά είναι, καταρχάς, η ανησυχία ότι οι άλλοι θα τους αντιμετωπίσουν απλώς ως εκπροσώπους της ομάδας στην οποία ανήκουν, για παράδειγμα ως μία λευκή γυναίκα της μεσαίας τάξης, ως ένα ΛΟΑΤΚΙ άτομο, ως έναν μετανάστη της εργατικής τάξης, και όχι ως το ιδιαίτερο άτομο που είναι ο καθένας μας, με τις προσωπικές εμπειρίες, ιδέες και απόψεις του.
Το αποτέλεσμα είναι πως άτομα από διαφορετικές κουλτούρες ή κοινωνικές ομάδες μπορεί να νιώσουν ακόμα πιο απομακρυσμένα το ένα από το άλλο, και να πιστέψουν τελικά πως έχουν ακόμα λιγότερα κοινά από ό,τι νόμιζαν.
Η δυσκολία να εμπιστευτούν τους άλλους, το άγχος ότι οι προθέσεις ή τα λόγια τους θα παρεξηγηθούν, η αμυντική συμπεριφορά, η απόσυρση και η αίσθηση της αποξένωσης είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που αναφέρουν πολλοί εργαζόμενοι και στελέχη επιχειρήσεων, όταν ερωτώνται ποια είναι η επίδραση της πολιτικής ορθότητας στις σχέσεις με τους συναδέλφους τους, όπως φαίνεται από συναφείς έρευνες που έχουν εκπονηθεί πρόσφατα σε αρκετές επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης.
Η περιοριστική συμπεριφορά και η αύξηση της αυτο-λογοκρισίας είναι κάτι που αναφέρεται συχνά και από τους συστηματικούς χρήστες των social media που φοβούνται διαρκώς μήπως –χωρίς να είναι στις προθέσεις τους– θίξουν άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, και βρεθούν κατόπιν στο στόχαστρο κάποιας επίθεσης.
Η εξάπλωση, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια της τάσης να λογοκρίνονται από επιτροπές «ειδικών» αξιόλογα έργα τέχνης -βιβλία, ταινίες, θεατρικά, ακόμα και κλασικά αριστουργήματα- έχει προκαλέσει σε πολλούς πολίτες ανησυχία. Λέξεις ή ολόκληρες παράγραφοι «διορθώνονται» ή αφαιρούνται, μυθιστορήματα καταδικάζονται στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, καταξιωμένοι δημιουργοί στιγματίζονται ως ρατσιστές με όρους του σήμερα για έργα που αντανακλούν τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις της δεκαετίας ή του αιώνα κατά τον οποίο γράφτηκαν.
Μαθητές, φοιτητές, αλλά και πολίτες κάθε ηλικίας αντιμετωπίζονται ως ανήλικα παιδιά που έχουν ανάγκη προστασίας καθώς φαίνεται πως η άποψη ορισμένων ταγών της πολιτικής ορθότητας αξιολογείται ως σημαντικότερη τόσο του ίδιου του δημιουργήματος που υφίσταται την τροποποίηση, όσο και του δημιουργού.
Την ίδια στιγμή κάποιοι δηλώνουν προσβεβλημένοι όταν ένας συγγραφέας ή καλλιτέχνης δημιουργεί λογοτεχνικούς ή κινηματογραφικούς ήρωες που δεν έχουν σχέση με τη δική του πολιτισμική κληρονομιά, καθώς θεωρούν ότι το ανομολόγητο κίνητρο κάθε δημιουργού είναι να προωθήσει τον εαυτό του ή την κυρίαρχη κουλτούρα στην οποία ανήκει, μέσω της εκμετάλλευσης καταπιεσμένων ομάδων.
Αν, για παράδειγμα, ένας άντρας δημιουργός επιχειρεί να φωτίσει με το έργο του την καταπίεση που βιώνουν κάποιες γυναίκες, αν μία ετεροφυλόφιλη συγγραφέας μιλάει για τον κοινωνικό αποκλεισμό που αντιμετωπίζουν ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, ή αν μία χριστιανή ποιήτρια αναφερθεί στο έγκλημα του Ολοκαυτώματος, κινδυνεύει να κατηγορηθεί για δόλια οικειοποίηση ενός πολιτισμού που δεν είναι δικός της.
Είναι δυνατόν να απαγορεύσουμε στους δημιουργούς να διερευνούν τα θέματα που τους ενδιαφέρουν με την δικαιολογία ότι δεν αφορούν την δική τους ταυτότητα, περιορίζοντας τον ρόλο τους στην απεικόνιση αποκλειστικά και μόνο των δικών τους βιωμάτων;
Πιστεύω ότι στην τέχνη όσο περισσότερες φωνές αναδεικνύουν ένα ευαίσθητο θέμα τόσο μεγαλύτερο είναι το καλλιτεχνικό αλλά και το κοινωνικό όφελος. Έχουμε ανάγκη από διαφορετικές οπτικές και από ποικίλες αναγνώσεις και όχι από την περιχαράκωση της έκφρασης και την ανακύκλωση των ίδιων εικόνων που μάλλον προσφέρει σε κάποιους μια απατηλή αίσθηση ασφάλειας.
Έχει μεγάλη σημασία να μεριμνούμε ώστε το έργο μας να μην προσβάλει μέλη ευάλωτων ομάδων, να μην αναπαράγει ιδεοληψίες και αρνητικά στερεότυπα. Είναι όμως διαφορετικό το να είμαστε προσεκτικοί από το να είμαστε αφοριστικοί, καταλήγοντας στο να αναπαράγουμε ουσιαστικά συμπεριφορές από τις οποίες, υποτίθεται τουλάχιστον, πως η πολιτική ορθότητα μας προστατεύει.
Η πολιτική ορθότητα είναι, νομίζω, σημαντική όταν αυξάνει τον αλληλοσεβασμό, λειτουργώντας απελευθερωτικά για ανθρώπους που βιώνουν μία υποτιμητική, απομονωτική και εντελώς άδικη κατάσταση. Στην άκριτη και μηχανιστική εφαρμογή της, όμως, φαίνεται να οδηγεί στην επινόηση νέων διαχωρισμών, την εμπέδωση νέων μορφών απομόνωσης, και τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης ιδεών ανάμεσα σε ανθρώπους που αναγνωρίζουν τον πλούτο διαφορετικών μεταξύ τους ταυτοτήτων, παραδόσεων, και εμπειριών.
Κάντε το πρώτο σχόλιο