
Ένα αγόρι στα 27 του μπαίνει στο τραίνο μαζί με την αγαπημένη του Ιφιγένεια για επιστροφή από την Αθήνα μετά το τριήμερο της αποκριάς. Η αμαξοστοιχία της I62 της Hellenic Train είναι γεμάτοι παιδιά. Νέους ανθρώπους που επιστρέφουν σπίτια τους. Ανθρώπους που επέλεξαν το πιο ασφαλές μέσο μεταφοράς…
Ο Φάνης ήταν επιβάτης στο 3ο βαγόνι, έχοντας δίπλα του την Ιφιγένεια Μήτσκα. Από εκείνη τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου, τίποτα γι’ αυτόν δεν είναι το ίδιο. Ο χρόνος σταμάτησε… Αυτός ανήκει στους τυχερούς γιατί το όνομά του μπήκε στη λίστα των διασωθέντων. Έκαψε τα χέρια, χωρίς να υπάρχει φωτιά στο δικό του βαγόνι. Έκαψε τις παλάμες του σπρώχνοντας τις διαλυμένες λαμαρίνες και ψάχνοντας την Ιφιγένεια στο σκοτάδι.
Ο Φάνης είναι ένας άλλος άνθρωπος πια. Κλειστός, συναισθηματικά ευαίσθητος, σπάει εύκολα και θυμάται… «μετά τον σύγκρουση, αυτόν τον τρομακτικό κρότο απόλυτο σκοτάδι. Φωνές, μυρωδιές, ξεσπάει φωτιά, μια τρέλα σε απόλυτο βαθμό. Ψάχνω με τα χέρια. Κάποιος βρίσκει το κινητό μου. Το ανάβω για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί. Φωνάζω συνεχώς την Ιφιγένεια, την ψάχνω… Κάποιοι προσπαθούν από την κάτω πλευρά να σπάσουν τα παράθυρα. Το βαγόνι έχει γείρει. Σπρώχνουμε τις λαμαρίνες, ή ότι υπάρχει μπροστά μας για να εντοπίσουμε τους άλλους. Ανακαλύπτω πως η Ιφιγένεια είναι πεσμένη από την άλλη πλευρά στο παράθυρο. Το σώμα της είναι κρεμασμένο προς τα έξω… Προσπαθώ να την τραβήξω. Δίπλα μου είναι ο Άγγελος. Ένα παιδί που έχει έρθει από τα πίσω βαγόνια να βοηθήσει. Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε να την τραβήξουμε. Οι παλάμες έχουν καεί. Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει. Αισθανόμαστε ότι ρίχνουν νερό, αλλά μέσα στο σκοτάδι νομίζεις πως είναι αίμα. Δεν ξέρεις αν είσαι χτυπημένος» περιγράφει ο Φάνης ένας από τους βασικούς επιζώντες που δεν κλήθηκε ποτέ να πει τι είδε, τι ένοιωσε, τι μύρισε στον αέρα.
Βγαίνοντας τα παιδιά από την κόλαση ανακαλύπτουν πως οι πυροσβέστες ρίχνουν νερό από την οροφή του τούνελ (μόλις πριν μπει η επιβατική αμαξοστοιχία σε αυτό έχει γίνει η σύγκρουση) και κατευθύνονται προς τα εκεί. Φωνάζουν στους διασώστες να κατέβουν, έχει κόσμο στα βαγόνια, παρακαλούν, ζητάνε βοήθεια. Ο Φάνης τους λέει πως η Ιφιγένεια του είναι πολύ χτυπημένη και πρέπει να μπουν στο βαγόνι. Να την βοηθήσουν, να τη σώσουν…
«Όλα πήγαν τόσο αβασάνιστα λάθος…όλα» θυμάται και βουρκώνει. «Επί πόσα λεπτά δεν μπήκε κανείς στα βαγόνια να μας βοηθήσει. Ένα έγκλημα συνεχόμενο. Έπεφτε μόνο νερό. Δεν κατέβηκε κανείς. Εμένα με έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο κι εγώ τους παρακαλούσα για τους τραυματίες μέσα στο τραίνο. Τους έλεγα συνέχεια για την Ιφιγένεια, που ήταν ακριβώς για την σώσουν. Μπήκαν τρεις – τέσσερις ώρες μετά για να βγάλουν πτώματα. Εμείς δεν θέλαμε πτώματα. Ήθελα οι διασώστες να σώσουν τον κόσμο. Δεν υπήρχε τίποτα, μόνο χάος…ατελείωτο χάος. Μια παράνοια, ασύντακτη, χωρίς σχέδιο, χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση. Πρωτόγνωρο θα μου πείτε, αλλά για αυτό το πρωτόγνωρο εκπαιδεύονται τα σώματα διάσωσης και η ΕΜΑΚ».
Ο Φάνης Ξανθόπουλος περιγράφει πως πήρε τα συντρίμμια του και γύρισε σπίτι του. Τους εφιάλτες του, τους φόβους του, τις αγωνίες του, τις φωνές και το σκοτάδι…
«Σήμερα δυο χρόνια μετά, αγωνίζομαι ακόμη να βγω από το σκοτάδι» δηλώνει και ελπίζει πως «για το έγκλημα των Τεμπών θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Ελπίζω κι εύχομαι μέσα μου η Ιφιγένεια μου να μην αισθάνθηκε πόνο και η ψυχή της να με συντροφεύει πάντα. Ελπίζω κι εύχομαι όσοι βγήκαμε ζωντανοί από αυτή την παράνοια της 28ης Φεβρουαρίου να ξεπεράσουμε τους εφιάλτες μας. Ελπίζω και εύχομαι το κράτος να προστατεύει πραγματικά τις γενιές μας, τους ανθρώπους μας. Να ακουστούν οι φωνές μας και να αλλάξει ο κόσμος μας προς το καλύτερο. Και το πιο σημαντικό για μένα είναι πως ελπίζω κι εύχομαι όταν ανταμώσω κάποτε με την Ιφιγένεια να έχω να της πω ότι κάτι καταφέραμε. Οι ένοχοι μπήκαν φυλακή και τέτοια έγκλημα δεν θα συμβεί. Το μόνο που μπορώ να κάνω σίγουρα είναι να την θυμάμαι. Να τους θυμόμαστε. Μα μην αφήσω τη λήθη να την πάρει μακριά μου. Να ζει μέσα από μένα».
Η συζήτησή μας με τον Φάνη έκλεισε βλέποντας φωτογραφίες από τα όμορφα χρόνια της φωτεινότητας που οφείλει να υπάρχει στις ζωές των νέων παιδιών και με την ελπίδα πως όλοι μας θα γίνουμε η φωνή των νεκρών. Των θυμάτων που φωνάζουν. Το χρωστάμε στους ανθρώπους μας, στα παιδιά μας που έφυγαν αβοήθητοι.
Κάντε το πρώτο σχόλιο