Γερμανία: Πέντε think tanks προβλέπουν σχεδόν μηδενική ανάπτυξη για το 2024 και προτείνουν μεταρρύθμιση του «δόγματος Σόιμπλε»

«Η γερμανική οικονομία είναι σαν ένα καραβάνι που διασχίζει την έρημο. Στον ορίζοντα βρίσκεται η ‘όαση της ανάκαμψης’. Ξέρεις ότι πρέπει να κάνεις υπομονή, να σφίξεις τα δόντια και να προχωρήσεις μπροστά. Όμως όσο περνά ο χρόνος η όαση μετατρέπεται σε αντικατοπτρισμό και η ανάκαμψη αναβάλλεται για αργότερα». Έτσι περιγράφει η γαλλική «Les Echos» την κατάσταση που βιώνει σήμερα η μεγαλύτερη και κραταιά έως πρότινος (όσο επωφελείτο από την πάμφθηνη ρωσική ενέργεια) οικονομία της Ευρώπης.

Πέντε μεγάλα και έγκυρα γερμανικά Ινστιτούτα οικονομικών ερευνών αναθεώρησαν την Τετάρτη τις προβλέψεις τους για το 2024. Μιλάμε για αναθεωρήσεις που εν πρώτοις μοιάζουν με κόλαφο για την κυβέρνηση του Βερολίνου, ουσιαστικά όμως απλώς ευθυγραμμίζονται με τις δικές της εκτιμήσεις.

Έτσι τα think tanks προβλέπουν τώρα κατά μέσον όρο αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ μόλις κατά 0,1%, ενώ λίγους μήνες πριν, το φθινόπωρο του 2023, προέβλεπαν ανάπτυξη 1,3%. Πρόκειται για μια εκτίμηση λίγο πιο απαισιόδοξη από την πιο πρόσφατη της κυβέρνησης Σολτς, που προβλέπει για την εφετινή χρονιά ανάπτυξη 0,2%.

«Στάσιμη παραγωγικότητα»

Η πρόβλεψη των Ινστιτούτων για την ανάπτυξη το 2025 παραμένει σχεδόν αμετάβλητη συγκριτικά με την φθινοπωρινή πρόβλεψη. Οι ειδικοί κατέβασαν τον πήχη από το 1,5% στο 1,4% (πτώση 0,1 μονάδας σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψη. Η εκτίμηση όμως αυτή συνοδεύεται από την πρόβλεψη για «υποχώρηση του όγκου της οικονομικής δραστηριότητας», για πτώση του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος δηλαδή, κατά «τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ».

«Η οικονομική ανάκαμψη έχει αναβληθεί για το επόμενο έτος», αποφαίνονται οι ειδικοί, θεωρώντας ότι σήμερα η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε επίπεδο ελάχιστα υψηλότερο από αυτό που βρισκόταν προτού ξεσπάσει η πανδημία. «Αλλά και από το 2019 η παραγωγικότητα έχει μείνει στάσιμη», εξήγησε σε συνέντευξη τύπου ο καθηγητής Κλάους-Γιούργκεν Γκερν του Οικονομικού Ινστιτούτου του Κιέλου, ενός εκ των πέντε think tanks που έβαλαν στο μικροσκόπιο τη γερμανική οικονομία.

Οικονομικοί μετανάστες και εξαγωγές

Θα έλεγε κανείς ότι οι οικονομικοί μετανάστες είναι εκείνοι που κρατούν τη «μύτη» της γερμανικής οικονομίας οριακά πάνω απ’ τη στάθμη του νερού. «Η αύξηση του αριθμού των ενεργών ατόμων (πάνω από 600.000 κατά τη διάρκεια της περιόδου) αντισταθμίζει τη μείωση του μέσου χρόνου εργασίας», σημειώνουν οι ειδικοί. Υπενθυμίζεται ότι εδώ και πάνω από μια δεκαετία η γηράσκουσα Γερμανία «εισάγει» κάθε χρόνο μισό εκατομμύριο οικονομικούς μετανάστες (το 2015, χρονιά της προσφυγικής κρίσης, υποδέχθηκε 900.000 ξένους).

Η επίμονη αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική της τρικομματικής «κυβέρνησης του φαναριού» (κόκκινοι Σοσιαλδημοκράτες, κίτρινοι Φιλελεύθεροι, πράσινοι Οικολόγοι) είναι η αιτία που φρενάρει τις επιχειρηματικές επενδύσεις οι οποίες, μετά την ανάκαμψη που αναμένεται να εμφανίσουν το 2025, θα διαμορφωθούν στα επίπεδα του 2017, όπως εκτιμούν οι δεξαμενές σκέψεις.

Την ίδια ώρα φαίνεται ότι εξασθενούν και οι εξαγωγές, που εδώ και χρόνια αποτελούν την κινητήριο δύναμη της γερμανικής οικονομίας – η Γερμανία είναι εξάλλου η μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον πλανήτη.

Πέρυσι οι εξαγωγές υποχώρησαν κατά 1,1% συγκριτικά με το 2022 και το 2024 αναμένεται να υποχωρήσουν περαιτέρω κατά 0,5%. Η Ομοσπονδία Κατασκευαστών Κινητήρων, μια «αιχμή του δόρατος της γερμανικής οικονομίας», όπως τη χαρακτηρίζει ο ανταποκριτής της «Les Echos» στο Βερολίνο Εμανουέλ Γκρασλάντ, προβλέπει πτώση των δραστηριοτήτων της για την εφετινή χρονιά.

Πληθωρισμός, απασχόληση και μισθοί

«Η κατάσταση είναι δραματικά άσχημη», παραδέχθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου ο «πράσινος» υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ. Διότι μέχρι το περασμένο φθινόπωρο το «αναπτυξιακό αφήγημα» βασιζόταν στο ότι η εσωτερική κατανάλωση θα έπαιρνε την σκυτάλη από τις εξαγωγές και θα στήριζε την οικονομία. Κάτι που δεν συνέβη.

Τουλάχιστον ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει στο 2,3% εφέτος (κι αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό για την κατανάλωση των Γερμανών που κουβαλούν, ως γνωστόν, επί έναν αιώνα τα πληθωριστικά σύνδρομα του Μεσοπολέμου).

Πολύ θετική είναι επίσης η διατήρηση της απασχόλησης σε υψηλά επίπεδα. Και η ανεργία στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εξακολουθεί να βαραίνει ψυχικά τους Γερμανούς. Η υψηλή απασχόληση σε συνδυασμό με την ισχυρή αύξηση των μισθών που πέτυχαν τα πανίσχυρα γερμανικά συνδικάτα (4,6%) γεννούν ελπίδες ότι θα τονώσουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη, αφού συνειδητοποιήσουν τα νοικοκυριά ότι η αγοραστική τους δύναμη έχει ενισχυθεί και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαρθρωτική αύξηση των τιμών ενέργειας θα απορροφηθεί από την οικονομία και από την κοινωνία.

Εξυπακούεται ότι η εδραίωση της πεποίθησης αυτής θα τονώσει και τις επενδύσεις εκ μέρους των επιχειρήσεων, που είχαν συνηθίσει την τελευταία 20ετία να λειτουργούν με ελάχιστες δαπάνες για ενέργεια (χάρη στη φιλία και τις συμφωνίες που είχε κάνει ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ με τον Πούτιν).

Η παρακαταθήκη του Σόιμπλε

Έχοντας απαυδήσει από μια διαρκώς αναβαλλόμενη ανάκαμψη, τα πέντε οικονομικά ινστιτούτα προτείνουν τώρα μια μεταρρύθμιση του «φρένου του χρέους». Πρόκειται για τον γνωστό δημοσιονομικό κορσέ των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που έβαλε ο αξέχαστος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στους Γερμανούς το 2009 – και φρόντισε να τον κατοχυρώσει συνταγματικά για να δυσχεράνει τυχόν προσπάθειες μεταρρύθμισής του.

Το «φρένο χρέους» υποχρεώνει τις κυβερνήσεις του Βερολίνου να φροντίζουν ώστε το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας να μην ξεπερνά το 0,35% του ΑΕΠ – να είναι δηλαδή ουσιαστικά ισοσκελισμένοι οι προϋπολογισμοί που ψηφίζουν. Ο τότε πανίσχυρος υπουργός Οικονομικών, που έφυγε προ μηνών από τη ζωή, πρόλαβε να δει την παρακαταθήκη του να χαλαρώνει και να αναστέλλεται η εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής την περίοδο 2020-2023 εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία, που εκτίναξε στα ύψη το ενεργειακό κόστος στη Γερμανία.

Τα πέντε think tanks συμφωνούν ότι η κατάσταση των οικονομικών πραγμάτων στη σημερινή Γερμανία επιβάλλει όχι μόνο την αναστολή εφαρμογής αλλά τη μεταρρύθμιση της συνταγματικής διάταξης του Σόιμπλε. Υιοθετούν ωστόσο μια πρόταση της Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank) για αύξηση του «επιτρεπτού» ελλείμματος από το 0,35% στο 0,50% του ΑΕΠ, εφόσον το δημόσιο χρέος είναι κάτω του 60% που επιτάσσει το Σύμφωνο Σταθερότητας (βάσει της συμφωνίας του Μάαστριχτ).

Προφανώς οι οικονομολόγοι των Ινστιτούτων θεωρούν ότι το επιπλέον 0,15% του ΑΕΠ που θα έχει περιθώριο να δαπανήσει για επενδύσεις και άλλες αναπτυξιακές δράσεις η κυβέρνηση αρκεί για να σταθεροποιήσει και να σιγουρέψει την περπατησιά της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης προς τα μπροστά.

Φιλελεύθερες εμμονές

Είναι οι εμμονές των συμμετεχόντων στην κυβέρνηση Ελευθέρων Δημοκρατών η αιτία των δισταγμών των οικονομολόγων, είναι όμως και οι δικές τους επιστημονικές πεποιθήσεις που συμφωνούν με το «δόγμα Σόιμπλε» και τις αρχές της απόλυτης δημοσιονομικής ευταξίας, που στη Γερμανία δοκιμάζονται από τότε που χάθηκε η φιλία (και το φυσικό αέριο) του Πούτιν.

Σταθμίζοντας τις συμφορές αυτές οι ειδικοί των πέντε ανεξάρτητων οικονομικών Ινστιτούτων αφήνουν ανοικτό κι ένα παράθυρο για υπέρβαση και του νέου ορίου 0,50% σε ό,τι αφορά το έλλειμμα, σημειώνοντας ότι το ποσοστό θα μπορούσε να αυξηθεί προσωρινά ακόμα και στο 1% του ΑΕΠ «εάν οι πιστώσεις χρησιμοποιούνταν για τη χρηματοδότηση επενδύσεων» (όχι δηλαδή για επιδόματα και άλλα κοινωνικά βοηθήματα).

Προτείνουν επίσης τη θέσπιση μιας χρονικά καθορισμένης μεταβατικής περιόδου, ώστε να υπάρξει ευελιξία προτού επανέλθει σε εφαρμογή το αναθεωρημένο στο 0,50% «φρένο χρέους».

Πολιτικές και συλλογικές φοβίες

«Οι Πράσινοι και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχουν ζητήσει εδώ και καιρό μια μεταρρύθμιση σε μόνιμη βάση του ‘φρένου χρέους’, αλλά το Κόμμα των Ελευθέρων Δημοκρατών και επίσης η γερμανική Δεξιά (σ.σ. το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα), αντιτίθενται σθεναρά σε αυτό», μεταδίδει από το Βερολίνο ο ανταποκριτής της «Les Echos».

Ο Γκρασλάντ υπενθυμίζει ότι υπέρ μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης τάχθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου και το συμβούλιο των «πέντε σοφών», των οικονομολόγων δηλαδή που παρέχουν οικονομικές συμβουλές στην κυβέρνηση. «Ήταν μια αναπάντεχη πρωτοβουλία από έναν πολύ συντηρητικό θεσμό, που υποδηλώνει πολλά για τη σοβαρότητα της κατάστασης», σημειώνει ο ανταποκριτής.

«Το πρόβλημα είναι ότι οι γερμανικοί οικονομικοί και ακαδημαϊκοί κύκλοι είναι πιο ευέλικτοι και προσαρμοστικοί από τον υπόλοιπο πληθυσμό στην πραγματικότητα που εξελίσσεται και αλλάζει», υπογραμμίζει στην ανταπόκρισή του ο Γκρασλάντ. Και εξηγεί ότι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μόλις το 35% των Γερμανών είναι υπέρ της χαλάρωσης του «φρένου του χρέους», ενώ το 61% είναι αντίθετο σε μια τέτοια ιδέα.

«Μια πραγματικότητα που είναι απίθανο να ωθήσει τη Δεξιά και τους Φιλελεύθερους να μετακινηθούν από τις απόψεις τους περί δημοσιονομικής ευταξίας», εκτιμά ο Γκρασλάντ. Συμπεραίνει κανείς είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί στην Κάτω Βουλή (Bundestag) η πλειοψηφία των δύο τρίτων που είναι απαραίτητη για οποιαδήποτε συνταγματική τροποποίηση. Ο Σόιμπλε μπορεί να αναπαύεται ήσυχος.

Πηγή ot.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*