Αμείωτη παραμένει η θνησιμότητα από καρκίνο στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία, παρά την πρόοδο της ιατρικής και παρά το γεγονός ότι η συχνότητα της νόσου είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τη στιγμή που είμαστε δεινοί καπνιστές και παχύσαρκοι.
Αιτία είναι οι ανυπαρξία οργανωμένων προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου στον πληθυσμό και η αδυναμία πρόσβασης στην κατάλληλη περίθαλψη, πρόβλημα που εντάθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης με τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων δομών περίθαλψης, καθώς και στην προηγούμενη διετία της πανδημίας όπου υπήρξε αδυναμία πρόσβασης σε χειρουργικές επεμβάσεις.
Τα στοιχεία αυτά επισημαίνονται στο πρώτο προφίλ της Ελλάδας για τον καρκίνο 2023, που εκπονήθηκε από το Παρατηρητήριο Υγείας της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, για την κατάρτιση του Μητρώου Ανισοτήτων για τον Καρκίνο της Ε.Ε. στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για τον Καρκίνο, της Ε.Ε.
Το νέο Μητρώο, δείχνει την έλλειψη κέντρων ακτινοθεραπείας στη χώρα μας, καθώς αντιστοιχούν 6,7 επιταχυντές ανά 100.000 πληθυσμού, έναντι 8,9 στην Ευρώπη, ενώ το κατά κεφαλήν κόστος της νόσου περιορίζεται στα 229 ευρώ από 326 ευρώ στην Ευρώπη.
Πολύ χειρότερα, μαζί με την έλλειψη δομών περίθαλψης ιδίως στην περιφέρεια της χώρας, το παρατηρητήριο διαπιστώνει την έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού υγειονομικών, καθώς και έλλειμμα στην εκπαίδευση των γιατρών και λοιπών υγειονομικών στην ογκολογία, την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου, ενώ η ποιότητα στις αντικαρκινικές υπηρεσίες υγείας σπανίως μπορεί να αποδειχθεί.
Τα προβλήματα αυτά δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια κυρίως σε πληθυσμούς που είναι περιθωριοποιημένοι, απομονωμένοι και δεν μπορούν να υποστηριχθούν από τις υπηρεσίες υγείας.
Αύξηση θνησιμότητας
Οι πρόωροι θάνατοι από καρκίνο αναμένεται να αυξηθούν στο 8% ως το 2030, ποσοστό πολύ υψηλότερο του 5,1% που αποτελεί στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Η πρόβλεψη αιτιολογείται από δομικά προβλήματα που υπάρχουν με το ανθρώπινο δυναμικό στις διαγνωστικές και θεραπευτικές μονάδες, τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό, τον κατακερματισμό των υπηρεσιών, την ανύπαρκτη πρόληψη, την έλλειψη προσυμπτωματικού ελέγχου και την αύξηση των παραγόντων κινδύνου στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς.
Παράγοντες κινδύνου
Και παρότι οι γυναίκες είναι πιο ευαισθητοποιημένες και ακολουθούν οι ίδιες προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο τραχήλου της μήτρας και μαστού, η μείωση της θνησιμότητας την τελευταία 20ετία έπεσε μόλις κατά 4%, ενώ στους άνδρες έπεσε κατά 14%, δημιουργώντας έναν μέσο όρο της τάξης του 10% για άνδρες και γυναίκες συνολικά, ποσοστό που είναι το μικρότερο στην Ε.Ε.
Οι Έλληνες παραμένουν οι δεύτεροι συχνότεροι καπνιστές μετά του Βούλγαρους παρά την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, εξαιτίας του εισπρακτικού χαρακτήρα των μέτρων, αντί της πρόληψης.
Αντίστοιχα, το 58% των Ελλήνων είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι με το ποσοστό να έχει αυξηθεί κατά 4 μονάδες από το 2014, όταν στις χώρες με αντίστοιχες διατροφικές συνήθειες, τα ποσοστά είναι χαμηλότερα, πχ. Στην Ιταλία 46%, την Κύπρο 50% και την Ισπανία 54%.
Παρότι η κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλή σε σχέση με τη λοιπή Ευρώπη, δεν υπάρχουν μέτρα πρόληψης και επιπλέον, η έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση θεωρείται υψηλή και ευθύνεται για το 5% των θανάτων στη χώρα.
Οικονομικοί κίνδυνοι
Η περιορισμένη κοινωνική προστασία θέτει τους ασθενείς με καρκίνο σε οικονομικό κίνδυνο. Οι χρόνοι αναμονής για διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου στο δημόσιο τομέα μπορεί να είναι μεγάλοι στην Ελλάδα. Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη ρυθμίσεων για τον ιδιωτικό τομέα υγείας και προστατευτικών μέτρων, έχει αυξήσει την απευθείας οικονομική επιβάρυνση, κυρίως των φτωχότερων νοικοκυριών, που βρίσκονται αντιμέτωπα με καταστροφικές δαπάνες για την υγεία.
Επιπλέον, το αυξανόμενο κόστος ζωής, εν μέρει λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, αναγκάζει τα νοικοκυριά να μην κάνουν έγκαιρα τον προληπτικό έλεγχο και να αναβάλουν τη θεραπεία, με επιπτώσεις τόσο στη συχνότητα του καρκίνου, όσο και στα ποσοστά επιβίωσης.
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και στην κορύφωση των ακάλυπτων ιατρικών αναγκών, σε ασθενείς με πρώιμο και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού, η συνολική μέση ιδιωτική δαπάνη από τη διάγνωση έως το τέλος της θεραπείας υπολογίστηκε σε 4.706 ευρώ, σε μια μέση περίοδο 10,5 μηνών.
Σχεδόν τα μισά νοικοκυριά με ένα μέλος με καρκίνο του μαστού ξόδεψαν πάνω από το 20% του συνολικού εισοδήματός τους για θεραπεία, ένα στα τρία νοικοκυριά ξόδεψε πάνω από 50%. Αυτά τα ποσοστά δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παραμένει σε μεγάλο κίνδυνο καταστροφικών δαπανών εάν ένα μέλος του νοικοκυριού έχει καρκίνο. Τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν επίσης πρόσθετο μη κλινικό κόστος λόγω των ανισοτήτων στην πρόσβαση. Ομοίως, στη διάρκεια της πανδημίας, όταν πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχασε τη δουλειά του λόγω καραντίνας, τα νοικοκυριά οδηγήθηκαν σε αναβολή της διάγνωσης και περίθαλψης του καρκίνου και σε αναζήτηση χρηματοδότησης για περίθαλψη σε ιδιωτικά νοσοκομεία.
Κάντε το πρώτο σχόλιο