Εκλογές και δημοκρατία

Ένα λάθος που γίνεται κατά τις προεκλογικές περιόδους είναι η συχνή επανάληψη της κοινοτοπίας ότι οι εκλογές είναι η πεμπτουσία ή η κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας.

Ένα λάθος που γίνεται κατά τις προεκλογικές περιόδους είναι η συχνή επανάληψη της κοινοτοπίας – ιδίως την ημέρα της ψηφοφορίας -, ότι οι εκλογές είναι η πεμπτουσία ή η κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας. Θα ήταν ίσως έτσι αν εξίσου έντονη ήταν η συνδρομή και έτερων συντελεστών της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Γράφει στην kathimerini.gr ο Νίκος Δεμερτζής, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ

Χρόνια τώρα το Ινστιτούτο Varieties of Democracy, που εδρεύει στο Γκετεμποργκ της Σουηδίας, αξιολογεί την ποιότητα της δημοκρατίας παγκοσμίως χρησιμοποιώντας πολλές δεκάδες μεταβλητών έτσι ώστε η διενέργεια εκλογών να είναι ένας μόνο από τους πέντε βασικούς συντελεστές/δείκτες μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Οι υπόλοιποι τέσσερις είναι η συμμετοχή (στην κοινωνία πολιτών και στην αυτοδιοίκηση και περιφερειακή διοίκηση), η δημόσια διαβούλευση (ανοικτός και δεσμευτικός διάλογος περί του πρακτέου), η ισότητα (στην πρόσβαση σε δημόσια αγαθά και προστασία των πολιτικών ελευθεριών), το φιλελεύθερο κράτος δικαίου (ατομικά δικαιώματα, έλεγχος και αντισταθμίσματα της εκτελεστικής εξουσίας).

Αν μόνες οι εκλογές αρκούσαν για να χαρακτηριστεί αυτόχρημα ένα καθεστώς ως δημοκρατικό θα παρέμενε αινιγματώδης η περίπτωση πολλών χωρών στις οποίες ενώ διενεργούνται εκλογές θα ήταν μυκτηρισμός να τις κατατάξουμε στις δημοκρατίες. Πρόκειται για τις χώρες του «ανταγωνιστικού αυταρχισμού» (π.χ. Τουρκία, Ρωσία), για ανελεύθερες δημοκρατίες (π.χ. Ουγγαρία), ημι-δημοκρατικά καθεστώτα όπου οι εκλογές προσδίδουν μια αχλή ονομαστικής δημοκρατικότητας ενώ ουσιαστικά λειτουργούν βάσει αυταρχικών πολιτικών και μη χειραφετικών αξιών. Υπάρχουν και οι χώρες τα καθεστώτα των οποίων περιγράφονται και με τον σχετικά παλαιό,  αλλ’ όχι συχνόχρηστο και ασφαλώς δυσμετάφραστο (παρότι αντιδάνειο), νεολογισμό anocracies. Η μίξη δημοκρατικού, άναρχου και αυταρχικού στοιχείου συντελεί σε ελλιπή νομιμοποίηση της εξουσίας και σε αστάθεια, ώστε οι χώρες αυτές να πλαγιολισθαίνουν προς τη δικτατορία (π.χ. Σουδάν, Ερυθραία, Σομαλία, Ταϊλάνδη, Μπούρμα, κ.ά.)

Θα ήταν ακυρολεξία να υποστηρίξει κάποιος/α πως οι σταθερές δημοκρατίες (της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης) διατηρούνται απρόσβλητες από τις ανωτέρω παθογένειες. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις συνθέτουν μια κατάσταση επισφαλούς και φθίνουσας νομιμοποίησης, εκλογικής ρευστότητας και δυσπιστίας απέναντι στο πολιτικό προσωπικό, τις αρχηγεσίες και τους περισσότερους πολιτικούς θεσμούς. Ασφαλώς η επιλογή ψήφου είναι μια πολυπαραγοντική διαδικασία στην οποία παίζουν ρόλο η συναισθηματική εγγύτητα προς ένα τουλάχιστον κόμμα, το οικονομικό συμφέρον των εκλογέων, η λεγόμενη «παράσταση νίκης», το εκλογικό σύστημα κοκ. Εδώ και χρόνια πάντως καταγράφεται δυσανεξία απέναντι στα κόμματα με συχνό αποτέλεσμα την αποχή από τις εκλογές πρώτης και δεύτερης τάξης, την αρνητική ψήφο, την επιλογή κομμάτων τα οποία οι εκλογείς δεν εμπιστεύονται, την αύξηση της κυμαινόμενης, μεταξύ των επιμέρους αναμετρήσεων, ψήφου.

Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι τρόποι με τους οποίους οι ίδιοι οι πολίτες προσλαμβάνουν τις εκλογές ως μηχανισμό επιλογής υποψηφίων. Από τον 7ο γύρο της Παγκόσμιας Έρευνας Αξιών (WVS) που συνδιοργανώθηκε από το ΕΚΚΕ και τη Διανέοσις το 2017, διαπιστώνουμε ότι:

Οι πάντες σχεδόν προσυπογράφουν τη σημασία των αδιάβλητων εκλογών. Όμως, ένας/μία στους τρεις θεωρούν πως «οι πλούσιοι τις εξαγοράζουν» όταν παράλληλα το 37% δήλωσε ότι οι αρμόδιοι για τη διενέργειά τους δεν είναι αμερόληπτοι. Επίσης, ο ένας/μία στους τρεις θεωρούσε ότι «πολύ συχνά» ή «συχνά» οι ψηφοφόροι δωροδοκούνται (37%). Τα δεδομένα είναι πολύ πιο προβληματικά όσον αφορά την αντίληψη για την ειδησεογραφική κάλυψη των εκλογών, κάτι που βεβαίως συνάπτεται με τη διαχρονική σχεδόν δυσπιστία του κοινού στην Ελλάδα (και όχι μόνον) απέναντι στα μέσα ενημέρωσης από τα οποία ταυτοχρόνως και παραδόξως εξαρτώνται για την πληροφόρησή τους. Έτσι, η συντριπτική πλειονότητα θεωρούσε πως οι δημοσιογράφοι δεν καλύπτουν με ακριβοδικία τις εκλογές (70%) και πως οι ειδήσεις ευνοούν το κυβερνών κόμμα (67%), εύνοια που συστηματικά παρατηρείται στην τηλεόραση πολλών χωρών σε όλο το φάσμα της πολιτικής ειδησεογραφίας ανεξαρτήτως περιόδου.

Δεν εκπλήσσει λοιπόν που οι περισσότεροι/ες (50,2%) δήλωσαν πως δεν εμπιστεύονται τις εκλογές ως θεσμό, με το 3,5% να μην εκδηλώνει άποψη επί του σχετικού ερωτήματος. Το ότι μόνο το 46,3% εμπιστεύονταν τον κατ’ εξοχήν θεσμό της δημοκρατίας είναι ένας ακόμα ενδείκτης της πολιτικής δυσανεξίας στους και της αποξένωσης από αρκετούς πολιτικούς θεσμούς (κόμματα, κυβερνήσεις, συνδικάτα, ΜΜΕ κ.λπ.) που καταγράφεται και μελετάται συστηματικά στην Ελλάδα από πολιτικούς κοινωνιολόγους και αναλυτές της κοινής γνώμης από τη δεκαετία του ’90. Ειδικά ως προς την εμπιστοσύνη στις εκλογές, η Ελλάδα συγκλίνει και αποκλίνει συγκριτικά με άλλες χώρες που συμμετείχαν στην WVS. Συγκλίνει φερ’ ειπείν με άλλες βαλκανικές χώρες, τις ΗΠΑ και ορισμένες Λατινο-αμερικανικές, ενώ αποκλίνει από τις Βορειο-ευρωπαϊκές.

Οι ομοιότητες και οι διαφορές που παρατηρούνται οφείλονται τόσο στις διακυμάνσεις της συγκυρίας κατά τη διεξαγωγή της μέτρησης, όσο και στις σταθερές του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής κουλτούρας εκάστης χώρας. Οπωσδήποτε όμως, κι αυτό πρέπει να συγκρατήσουμε, συνιστούν τάσεις που υποδεικνύουν όρους και όρια της δημοκρατικής νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*