Το Ευρωμπάσκετ του ’87, το περιβόητο 103-101 του Φίλιππου Συρίγου στις 14 Ιουνίου 1987, ηχεί ακόμη στα αυτιά μας, σε μια εποχή που το ελληνικό μπάσκετ βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων 30 χρόνων. Γράφει ο Άρης Λαούδης.
33 χρόνια λοιπόν… 33 χρόνια από την ημέρα που άλλαξε η ζωή μας. Το Ευρωμπάσκετ του ’87, το περιβόητο 103-101 του Φίλιππου Συρίγου στις 14 Ιουνίου 1987, ηχεί ακόμη στα αυτιά μας, σε μια εποχή που το ελληνικό μπάσκετ βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων 30 χρόνων. Μέχρι πρότινος η επέτειος του ’87 αποτελούσε ημέρα χαράς. Τα τελευταία χρόνια και ειδικά φέτος θα πρέπει να αποτελεί ημέρα περισυλλογής. Περισυλλογής για τα όσα βιώνει το ελληνικό μπάσκετ, περισυλλογή για το αν σε λίγα χρόνια από σήμερα θα βρισκόμαστε πάλι στο σημείο που βρισκόταν το ελληνικό μπάσκετ πριν από το ’87.
Ο θρίαμβος της 14ης Ιουνίου δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη επιτυχία στην Ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, στο επίπεδο του πόσο επηρέασε τη ζωή των ανθρώπων από την ημέρα εκείνη και ύστερα. Πιθανώς ο ποδοσφαιρικός θρίαμβος του 2004 να ήταν μεγαλύτερος σε μέγεθος, αλλά σε καμία περίπτωση η εξέλιξη του αθλήματος στη χώρα μας δεν είχε την αντίστοιχη κεφαλαιοποίηση σε βάθος χρόνων. Από τη μία είχαμε μία χώρα που μέσα σε δύο χρόνια μετέτρεψε το μπάσκετ σε εθνικό σπορ, μια χώρα που «γέννησε» εκατοντάδες γήπεδα μπάσκετ σε χρόνο – ρεκόρ, ένα άθλημα που δημιούργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας σε λιγότερο από μια τριετία. Από την άλλη, μια τεράστια ποδοσφαιρική επιτυχία που όμοιά της δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει, η οποία ωστόσο δεν αποτέλεσε εφαλτήριο για την περαιτέρω ανάπτυξη του αθλήματος στη χώρα.
Η Ιστορία δείχνει ότι το μπάσκετ στην Ελλάδα «χτίστηκε» πάνω σε γερά θεμέλια, βασιζόμενο στην επιτυχία του ’87. «Εχτισε» σε εθνικό επίπεδο, το εισέπραξε (και) σε συλλογικό. Δημιούργησε γενιές παικτών που από το ’87 και μέχρι σήμερα χάρισαν στην Ελλάδα δεκάδες διακρίσεις, ενέπνευσαν χιλιάδες παιδάκια για να αγαπήσουν το άθλημα και να κάνουν το μπάσκετ εθνικό σπορ. Αντεξε ακόμη και τη πενταετία της μεγάλης οικονομικής κρίση, διατηρώντας σε υψηλό επίπεδο τις εθνικές ομάδες και διατηρώντας σε πολύ καλό επίπεδο τουλάχιστον τους δύο εκπροσώπους μας στην Ευρωλίγκα… Για 30 χρόνια περηφανευόμασταν για τη φράση «το ελληνικό μπάσκετ δεν είναι στην ελίτ, αλλά είναι η ελίτ».
Να όμως που όλα τα ωραία κάποια στιγμή τελειώνουν… Και τελειώνουν όταν χάνεται ο βασικός στόχος, τελειώνουν όταν το «εμείς» γίνεται «εγώ», τελειώνουν όταν η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων χάνεται στο βάθος του χρόνου. Το ελληνικό μπάσκετ πορεύτηκε στο δρόμο των επιτυχιών με μια συγκριμένη ιεραρχία όλα αυτά τα χρόνια: Πρώτα το ελληνικό μπάσκετ, εν συνεχεία οι σύλλογοι και στο τέλος οι παράγοντες. Κανένας Αγγελόπουλος ή Γιαννακόπουλος δεν είναι πάνω από τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό, αλλά κανένας Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός δεν ήταν ποτέ πάνω από το ελληνικό μπάσκετ. Το μπάσκετ στην Ελλάδα είχε ένα μοναδικό προνόμιο: «Φτιάχτηκε», μεγάλωσε αν θέλετε, από την εθνική του ομάδα. Αυτήν αγάπησαν πρώτα οι Ελληνες, αυτή μετέδωσε τη φλόγα στις ομάδες, αυτές με τη σειρά τους μετέδωσαν τη φλόγα στους φιλάθλους.
Οσο η σειρά της ιεραρχίας δεν αμφισβητούνταν, τόσο το ελληνικό μπάσκετ κρατούσε τα «γκέμια». Με τα στραβά του, τις ανακολουθίες του, τα προβλήματά του και τις εσωτερικές έριδες του, κατάφερνε ωστόσο να διατηρήσει τον βασικό στόχο που δεν ήταν άλλος από το «καλό του ελληνικού μπάσκετ». Ουδείς τολμούσε να βάλει τους παίκτες πάνω από την εθνική ομάδα, ουδείς βροντοφώναζε «ή εμείς ή αυτοί», ουδείς αποφάσιζε να διαλύσει μια ομάδα ή να τη ρίξει στην Α2, βάζοντας πάνω από το μπάσκετ το συλλογικό συμφέρον. Παραδείγματα διαφωνιών πολλά από το παρελθόν. Κάποτε ο Γιαννακόπουλος δεν κατέβηκε σε τελικούς, διαμαρτυρόμενος για τη διαιτησία, άλλοτε ήταν ο Ολυμπιακός που φώναζε για τα όσα συνέβαιναν στο παρκέ, αλλά ουδείς στο τέλος της ημέρας έβαζε τον σύλλογο πάνω από το «καλό του ελληνικού μπάσκετ».
Η απαξίωση του μπάσκετ στην Ελλάδα είναι σταδιακή… Προφανώς και δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά είναι μια σταδιακή διαδικασία που χρόνο με το χρόνο γίνεται ολοένα και χειρότερη. Και σ’ αυτό έχουν ευθύνες άπαντες. Η ΕΟΚ που δεν φρόντισε ποτέ να κάνει το επόμενο βήμα και να εμπιστευτεί νέους, σοβαρούς ανθρώπους με «φρέσκα» μυαλά, οι ομάδες που χρόνο με το χρόνο πορεύονται στο «ή εμείς ή κανείς», αλλά κι ένα σωρό παράγοντες που «μυρίστηκαν» χρήμα, είδαν φως και μπήκαν, παράγοντες που σε άλλες εποχές δεν θα τολμούσαν να περάσουν ούτε απ’ έξω από ένα γήπεδο μπάσκετ.
Δυστυχώς, η σημερινή 33η επέτειος από τον θρίαμβο του 1987 δεν πρέπει να αποτελεί (άλλη) μια μέρα συγκίνησης και αναδρομής στο παρελθόν. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να γίνει ημέρα περισυλλογής για όλους τους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή κρατούν την τύχη του ελληνικού μπάσκετ στα χέρια τους. Ολοι! Να σκεφτούν αν οι ίδιοι έχασαν τον προσανατολισμό που τόσα χρόνια το ελληνικό μπάσκετ είχε χαράξει. Να σκεφτούν το αν είναι λύση το «ή μαζί μας ή εναντίον μας». Να σκεφτούν αν υπάρχει μέλλον με τον τρόπο που διοικούν τα τελευταία χρόνια το ελληνικό μπάσκετ. Αν είναι ευχαριστημένοι, πάω πάσο… Αν όχι, τότε ας σκεφτούν οι ίδιοι και με το χέρι στην καρδιά αν διατηρούν την ιεραρχία: Ελληνικό μπάσκετ, ομάδες, παράγοντες…
Κάντε το πρώτο σχόλιο